- διάστυλος
- -η -ο (AM διάστυλος, -ον)«διάστυλος ναός» — ναός στον οποίο η απόσταση μεταξύ δύο κιόνων είναι τριπλάσια από τη διάμετρο τού κίοναμσν.το ουδ. ως ουσ. το κιγκλίδωμα που χώριζε τον κυρίως ναό από το Άγιο Βήμααρχ.το διαστύλιον.
Dictionary of Greek. 2013.